Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρός
προσάββατον
προσαγγελίᾱ
προσαγγέλλω
προσαγόρευσις
προσαγορευτέος
προσαγορεύω
προσάγω
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγίδες
προσαγώγιον
προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιρέομαι
προσᾱίσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακούω
προσακροβολίζομαι
View word page
προσαγωγίδες
προσαγωγίδες
dial.ποταγωγίδες
ίδωνf.pl
women who induce suspected persons to commit an incriminating actagentes provocatricesused by a Syracusan tyrantArist.ref. to men so-calledPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσαγωγίδες
Headword (normalized):
προσαγωγίδες
Headword (normalized/stripped):
προσαγωγιδες
IDX:
34513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34514
Key:
προσαγωγίδες

Data

{'headword_display': '<b>προσαγωγίδες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσαγωγίδες</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>ποταγωγίδες</FmHL></DL><Infl>ίδων</Infl><PS>f.pl</PS></HG> <nS1><Def>women who induce suspected persons to commit an incriminating act</Def><Tr>agentes provocatrices<Expl>used by a Syracusan tyrant</Expl></Tr><Au>Arist.</Au><nS2><Indic>ref. to men so-called</Indic><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'προσαγωγίδες'}