Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προρρηθῆναι
πρόρρησις
προρρητέον
πρόρρητος
πρόρριζος
πρός
προσάββατον
προσαγγελίᾱ
προσαγγέλλω
προσαγόρευσις
προσαγορευτέος
προσαγορεύω
προσάγω
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγίδες
προσαγώγιον
προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιρέομαι
προσᾱίσσω
View word page
προσαγορευτέος
προσαγορευτέοςᾱ ονvbl.adj of a thingto be calledw.dat.by a particular namePl.

ShortDef

to be called

Debugging

Headword:
προσαγορευτέος
Headword (normalized):
προσαγορευτέος
Headword (normalized/stripped):
προσαγορευτεος
IDX:
34508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34509
Key:
προσαγορευτέος

Data

{'headword_display': '<b>προσαγορευτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσαγορευτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a thing</Indic><Tr>to be called<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by a particular name</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσαγορευτέος'}