Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστεινόομαι
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζομαι
ἀποστολεῖς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράπτω
View word page
ἀποστερητικός
ἀποστερητικόςή όνadjof schemesfraudulentAr.

ShortDef

of or for cheating

Debugging

Headword:
ἀποστερητικός
Headword (normalized):
ἀποστερητικός
Headword (normalized/stripped):
αποστερητικος
IDX:
344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-345
Key:
ἀποστερητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀποστερητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀποστερητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of schemes</Indic><Tr>fraudulent</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀποστερητικός'}