Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προπρηνής
προπρό
προπροβιάζομαι
προπροκατᾱίγδην
προπροκυλίνδομαι
πρόπρυμνα
προπύλαιος
πρόπυλον
προπυνθάνομαι
πρόπυργος
προπωλέω
προρέω
προρρηθῆναι
πρόρρησις
προρρητέον
πρόρρητος
πρόρριζος
πρός
προσάββατον
προσαγγελίᾱ
προσαγγέλλω
View word page
προ-πωλέω
προ-πωλέωcontr.vb negotiate a sale, act as brokeron someone's behalfPl.

ShortDef

negotiate a sale

Debugging

Headword:
προπωλέω
Headword (normalized):
προπωλέω
Headword (normalized/stripped):
προπωλεω
IDX:
34496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34497
Key:
προπωλέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-πωλέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προ-πωλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>negotiate a sale, act as broker<Expl>on someone's behalf</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'προπωλέω'}