Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόποσις
προπότης
πρόπους
προπρᾱ́κτωρ
προπρᾱ́σσω
προπρᾱ́ων
προπρηνής
προπρό
προπροβιάζομαι
προπροκατᾱίγδην
προπροκυλίνδομαι
πρόπρυμνα
προπύλαιος
πρόπυλον
προπυνθάνομαι
πρόπυργος
προπωλέω
προρέω
προρρηθῆναι
πρόρρησις
προρρητέον
View word page
προπρο-κυλίνδομαι
προπρο-κυλίνδομαιmid.pass.vb pejor., of a suppliantroll about before, grovel at the feet ofw.gen.someoneIl. fig., of a wandererroll ever onwardsOd.

ShortDef

to keep rolling before

Debugging

Headword:
προπροκυλίνδομαι
Headword (normalized):
προπροκυλίνδομαι
Headword (normalized/stripped):
προπροκυλινδομαι
IDX:
34490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34491
Key:
προπροκυλίνδομαι

Data

{'headword_display': '<b>προπρο-κυλίνδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προπρο-κυλίνδομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>pejor., of a suppliant</Indic><Tr>roll about before, grovel at the feet of</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>fig., of a wanderer</Indic><Tr>roll ever onwards</Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προπροκυλίνδομαι'}