Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλήθεια
ἀληθευτικός
ἀληθεύω
ἀλήθην
ἀληθής
ἀληθίζομαι
ἀληθινολογίᾱ
ἀληθινός
ἀληθόμαντις
ἀληθοσύνη
ἀλήθω
ἀλήιος
ἀληλεμένος
ἀληλιμμένος
ἄλημα
ἀλήμεναι
ἀλήμων
ἀληνής
ἄληπτος
ᾱ̔λής
ἄληται
View word page
ἀλήθω
ἀλήθωvbἀλέω grindcornNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλήθω
Headword (normalized):
ἀλήθω
Headword (normalized/stripped):
αληθω
IDX:
3448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3449
Key:
ἀλήθω

Data

{'headword_display': '<b>ἀλήθω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀλήθω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἀλέω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>grind<Expl>corn</Expl></Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀλήθω'}