Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προπορείᾱ
προπορεύομαι
πρόποσις
προπότης
πρόπους
προπρᾱ́κτωρ
προπρᾱ́σσω
προπρᾱ́ων
προπρηνής
προπρό
προπροβιάζομαι
προπροκατᾱίγδην
προπροκυλίνδομαι
πρόπρυμνα
προπύλαιος
πρόπυλον
προπυνθάνομαι
πρόπυργος
προπωλέω
προρέω
προρρηθῆναι
View word page
προπρο-βιάζομαι
προπρο-βιάζομαιmid.vb laboriously heavea beached shipforwardsto the seaAR.

ShortDef

force forward

Debugging

Headword:
προπροβιάζομαι
Headword (normalized):
προπροβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προπροβιαζομαι
IDX:
34488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34489
Key:
προπροβιάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προπρο-βιάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προπρο-βιάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>laboriously heave<Prnth>a beached ship</Prnth>forwards<Expl>to the sea</Expl></Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προπροβιάζομαι'}