Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόπολος
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορείᾱ
προπορεύομαι
πρόποσις
προπότης
πρόπους
προπρᾱ́κτωρ
προπρᾱ́σσω
προπρᾱ́ων
προπρηνής
προπρό
προπροβιάζομαι
προπροκατᾱίγδην
προπροκυλίνδομαι
πρόπρυμνα
προπύλαιος
πρόπυλον
View word page
προ-πρᾱ́κτωρ
προ-πρᾱ́κτωροροςmone who acts on behalf of anotherprotector, championA.satyr.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπρᾱ́κτωρ
Headword (normalized):
προπρᾱ́κτωρ
Headword (normalized/stripped):
προπρακτωρ
IDX:
34483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34484
Key:
προπρᾱ́κτωρ

Data

{'headword_display': '<b>προ-πρᾱ́κτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-πρᾱ́κτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>one who acts on behalf of another</Def><Tr>protector, champion</Tr><Au>A.<Wk>satyr.fr.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'προπρᾱ́κτωρ'}