Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προπολέω
προπολῑτεύομαι
πρόπολος
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορείᾱ
προπορεύομαι
πρόποσις
προπότης
πρόπους
προπρᾱ́κτωρ
προπρᾱ́σσω
προπρᾱ́ων
προπρηνής
προπρό
προπροβιάζομαι
προπροκατᾱίγδην
προπροκυλίνδομαι
πρόπρυμνα
View word page
προ-πότης
προ-πότηςουm one who drinks a toastpl.appos.w. θίασοι bands of revellerstoast-drinkersE.

ShortDef

one who drinks healths

Debugging

Headword:
προπότης
Headword (normalized):
προπότης
Headword (normalized/stripped):
προποτης
IDX:
34481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34482
Key:
προπότης

Data

{'headword_display': '<b>προ-πότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-πότης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who drinks a toast</Def><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Indic>appos.w. <Ref>θίασοι</Ref> <ital>bands of revellers</ital></Indic><Def>toast-drinkers</Def><Au>E.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'προπότης'}