Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολέω
προπολῑτεύομαι
πρόπολος
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορείᾱ
προπορεύομαι
πρόποσις
προπότης
πρόπους
προπρᾱ́κτωρ
προπρᾱ́σσω
προπρᾱ́ων
προπρηνής
προπρό
προπροβιάζομαι
View word page
προπορείᾱ
προπορείᾱᾱςfπροπορεύομαι advance journeyreconnaissance expeditionPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπορείᾱ
Headword (normalized):
προπορείᾱ
Headword (normalized/stripped):
προπορεια
IDX:
34478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34479
Key:
προπορείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>προπορείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προπορείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προπορεύομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>advance journey</Def><Tr>reconnaissance expedition</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προπορείᾱ'}