Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προπετάννῡμι
προπέτεια
προπετής
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστικῶς
προπῑ́νω
προπίπτω
προπιστεύω
προπίτνω
προπλέω
πρόπλους
προποδέω
προποδίζω
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολέω
προπολῑτεύομαι
πρόπολος
View word page
προ-πίτνω
προ-πίτνωvb of subjects of an oriental kingfall prostrateA.of a suppliantS. E.

ShortDef

fall prostrate

Debugging

Headword:
προπίτνω
Headword (normalized):
προπίτνω
Headword (normalized/stripped):
προπιτνω
IDX:
34463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34464
Key:
προπίτνω

Data

{'headword_display': '<b>προ-πίτνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-πίτνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of subjects of an oriental king</Indic><Tr>fall prostrate</Tr><Au>A.</Au><vS2><Indic>of a suppliant</Indic><Au>S. E.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προπίτνω'}