Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προπέρυσι(ν)
προπετάννῡμι
προπέτεια
προπετής
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστικῶς
προπῑ́νω
προπίπτω
προπιστεύω
προπίτνω
προπλέω
πρόπλους
προποδέω
προποδίζω
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολέω
προπολῑτεύομαι
View word page
προ-πιστεύω
προ-πιστεύωvb previously trustbelievesomeoneD.pass.be already trustedw.inf. + predic.adj.to be worthyX.

ShortDef

to trust

Debugging

Headword:
προπιστεύω
Headword (normalized):
προπιστεύω
Headword (normalized/stripped):
προπιστευω
IDX:
34462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34463
Key:
προπιστεύω

Data

{'headword_display': '<b>προ-πιστεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-πιστεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>previously trust<or/>believe<Expl>someone</Expl></Tr><Au>D.</Au><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be already trusted</Def><Cmpl><GLbl>w.inf. + predic.adj.</GLbl>to be worthy<Au>X.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προπιστεύω'}