Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόπεμπτα
προπέμπω
προπεριλαμβάνω
προπέρυσι(ν)
προπετάννῡμι
προπέτεια
προπετής
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστικῶς
προπῑ́νω
προπίπτω
προπιστεύω
προπίτνω
προπλέω
πρόπλους
προποδέω
προποδίζω
προποιέω
προπολεμέω
View word page
προπηλακιστικῶς
προπηλακιστικῶςadvin an insulting mannerD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπηλακιστικῶς
Headword (normalized):
προπηλακιστικῶς
Headword (normalized/stripped):
προπηλακιστικως
IDX:
34459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34460
Key:
προπηλακιστικῶς

Data

{'headword_display': '<b>προπηλακιστικῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>προπηλακιστικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>in an insulting manner</Tr><Au>D.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'προπηλακιστικῶς'}