Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόπειρα
πρόπεμπτα
προπέμπω
προπεριλαμβάνω
προπέρυσι(ν)
προπετάννῡμι
προπέτεια
προπετής
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστικῶς
προπῑ́νω
προπίπτω
προπιστεύω
προπίτνω
προπλέω
πρόπλους
προποδέω
προποδίζω
προποιέω
View word page
προπηλακισμός
προπηλακισμόςοῦm sts.pl.contemptuous, abusiveinsulting behaviourHdt. Pl. D. Arist.abusive treatmentw.gen.of someonePlu.mockery, travestyw.gen.of justiceAeschin.

ShortDef

insult

Debugging

Headword:
προπηλακισμός
Headword (normalized):
προπηλακισμός
Headword (normalized/stripped):
προπηλακισμος
IDX:
34458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34459
Key:
προπηλακισμός

Data

{'headword_display': '<b>προπηλακισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προπηλακισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>sts.pl.</Indic><Tr>contemptuous, abusive<or/>insulting behaviour</Tr><Au>Hdt. Pl. D. Arist.</Au><nS2><Tr>abusive treatment<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS2><nS2><Tr>mockery, travesty<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of justice</Expl></Tr><Au>Aeschin.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'προπηλακισμός'}