Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προπάτωρ
πρόπειρα
πρόπεμπτα
προπέμπω
προπεριλαμβάνω
προπέρυσι(ν)
προπετάννῡμι
προπέτεια
προπετής
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστικῶς
προπῑ́νω
προπίπτω
προπιστεύω
προπίτνω
προπλέω
πρόπλους
προποδέω
προποδίζω
View word page
προπηλάκισις
προπηλάκισιςεωςf disrespectful attitudew.gen.to old agePl.pl.

ShortDef

contumelious treatment

Debugging

Headword:
προπηλάκισις
Headword (normalized):
προπηλάκισις
Headword (normalized/stripped):
προπηλακισις
IDX:
34457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34458
Key:
προπηλάκισις

Data

{'headword_display': '<b>προπηλάκισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προπηλάκισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>disrespectful attitude<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>to old age</Expl></Tr><Au>Pl.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'προπηλάκισις'}