Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προπάροιθε(ν)
πρόπᾱς
προπάσχω
προπάτωρ
πρόπειρα
πρόπεμπτα
προπέμπω
προπεριλαμβάνω
προπέρυσι(ν)
προπετάννῡμι
προπέτεια
προπετής
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστικῶς
προπῑ́νω
προπίπτω
προπιστεύω
προπίτνω
προπλέω
View word page
προπέτεια
προπέτειαᾱςfπροπετής impetuosity, recklessness, rashnessIsoc. D. Arist. Call.epigr. Plb. Plu.

ShortDef

reckless haste, vehemence, rashness, indiscretion

Debugging

Headword:
προπέτεια
Headword (normalized):
προπέτεια
Headword (normalized/stripped):
προπετεια
IDX:
34454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34455
Key:
προπέτεια

Data

{'headword_display': '<b>προπέτεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προπέτεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προπετής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>impetuosity, recklessness, rashness</Tr><Au>Isoc. D. Arist. Call.<Wk>epigr.</Wk> Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προπέτεια'}