Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προπαρέχω
προπαρίστημι
προπάροιθε(ν)
πρόπᾱς
προπάσχω
προπάτωρ
πρόπειρα
πρόπεμπτα
προπέμπω
προπεριλαμβάνω
προπέρυσι(ν)
προπετάννῡμι
προπέτεια
προπετής
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστικῶς
προπῑ́νω
προπίπτω
προπιστεύω
View word page
προ-πέρυσι(ν)
προ-πέρυσι(ν)advthe year before last, two years agoLys. Pl. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπέρυσι(ν)
Headword (normalized):
προπέρυσι(ν)
Headword (normalized/stripped):
προπερυσι(ν)
IDX:
34452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34453
Key:
προπέρυσι(ν)

Data

{'headword_display': '<b>προ-πέρυσι(ν)</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>προ-πέρυσι(ν)</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>the year before last, two years ago</Tr><Au>Lys. Pl. D.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'προπέρυσι(ν)'}