Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλεύω
ἀλέω
ἀλεωρή
ἄλη
ἀλήθεια
ἀληθευτικός
ἀληθεύω
ἀλήθην
ἀληθής
ἀληθίζομαι
ἀληθινολογίᾱ
ἀληθινός
ἀληθόμαντις
ἀληθοσύνη
ἀλήθω
ἀλήιος
ἀληλεμένος
ἀληλιμμένος
ἄλημα
ἀλήμεναι
ἀλήμων
View word page
ἀληθινολογίᾱ
ἀληθινολογίᾱᾱςfἀληθινόςλέγω truthful narrativeby a historianPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀληθινολογίᾱ
Headword (normalized):
ἀληθινολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αληθινολογια
IDX:
3444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3445
Key:
ἀληθινολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀληθινολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀληθινολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀληθινός</Ref><Ref>λέγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>truthful narrative<Expl>by a historian</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀληθινολογίᾱ'}