Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προορίζω
προορμάω
προοφείλω
προοχή
πρόοψις
προπαιδείᾱ
προπαιδεύω
προπαλαιπαλαίπαλαι
πρόπαππος
πρόπαρ
προπαραβάλλομαι
προπαρασκευάζω
προπαρέχω
προπαρίστημι
προπάροιθε(ν)
πρόπᾱς
προπάσχω
προπάτωρ
πρόπειρα
πρόπεμπτα
προπέμπω
View word page
προ-παραβάλλομαι
προ-παραβάλλομαιmid.vb of persons building a walllay outw.acc.stonesearlierw.dat.for themselvesTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπαραβάλλομαι
Headword (normalized):
προπαραβάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
προπαραβαλλομαι
IDX:
34440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34441
Key:
προπαραβάλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-παραβάλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-παραβάλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons building a wall</Indic><Tr>lay out<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>stones</Prnth>earlier</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>for themselves<Au>Th.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προπαραβάλλομαι'}