Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προοπτέον
προόπτης
πρόοπτος
προορᾱτός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προοφείλω
προοχή
πρόοψις
προπαιδείᾱ
προπαιδεύω
προπαλαιπαλαίπαλαι
πρόπαππος
πρόπαρ
προπαραβάλλομαι
προπαρασκευάζω
προπαρέχω
προπαρίστημι
προπάροιθε(ν)
πρόπᾱς
View word page
προπαιδείᾱ
προπαιδείᾱᾱςfπροπαιδεύω preparatory teachingstudyPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπαιδείᾱ
Headword (normalized):
προπαιδείᾱ
Headword (normalized/stripped):
προπαιδεια
IDX:
34435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34436
Key:
προπαιδείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>προπαιδείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προπαιδείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προπαιδεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>preparatory teaching<or/>study</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προπαιδείᾱ'}