Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόοδος
πρόοιδα
προοίμην
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προομαλῡ́νω
προόμνῡμι
προομολογέω
προοπτέον
προόπτης
πρόοπτος
προορᾱτός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προοφείλω
προοχή
πρόοψις
προπαιδείᾱ
προπαιδεύω
View word page
προόπτης
προόπτηςουmπροόψομαι, seeπροοράω scoutPlb.

ShortDef

scout, vedette

Debugging

Headword:
προόπτης
Headword (normalized):
προόπτης
Headword (normalized/stripped):
προοπτης
IDX:
34426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34427
Key:
προόπτης

Data

{'headword_display': '<b>προόπτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προόπτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>προόψομαι</Ref>, see<Ref>προοράω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>scout</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προόπτης'}