Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόξενος
προξυγγίγνομαι
προοδοποιέω
πρόοδος
πρόοδος
πρόοιδα
προοίμην
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προομαλῡ́νω
προόμνῡμι
προομολογέω
προοπτέον
προόπτης
πρόοπτος
προορᾱτός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προοφείλω
View word page
προ-ομαλῡ́νω
προ-ομαλῡ́νωvb first makew.acc.a material to be mouldedlevelsmoothPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προομαλῡ́νω
Headword (normalized):
προομαλῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
προομαλυνω
IDX:
34422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34423
Key:
προομαλῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>προ-ομαλῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-ομαλῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>first make<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a material to be moulded</Prnth>level<or/>smooth</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προομαλῡ́νω'}