Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προξενίᾱ
πρόξενος
προξυγγίγνομαι
προοδοποιέω
πρόοδος
πρόοδος
πρόοιδα
προοίμην
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προομαλῡ́νω
προόμνῡμι
προομολογέω
προοπτέον
προόπτης
πρόοπτος
προορᾱτός
προοράω
προορίζω
προορμάω
View word page
προ-οίχομαι
προ-οίχομαιmid.vb depart previouslyX.

ShortDef

to have gone on before

Debugging

Headword:
προοίχομαι
Headword (normalized):
προοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
προοιχομαι
IDX:
34421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34422
Key:
προοίχομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-οίχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-οίχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>depart previously</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προοίχομαι'}