Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπιον
πρόξ
πρόξεινος
προξενέω
προξενίᾱ
πρόξενος
προξυγγίγνομαι
προοδοποιέω
πρόοδος
πρόοδος
πρόοιδα
προοίμην
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προομαλῡ́νω
προόμνῡμι
View word page
προξυγγίγνομαι
προξυγγίγνομαιmid.vbseeπροσυγγίγνομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προξυγγίγνομαι
Headword (normalized):
προξυγγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
προξυγγιγνομαι
IDX:
34413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34414
Key:
προξυγγίγνομαι

Data

{'headword_display': '<b>προξυγγίγνομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>προξυγγίγνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>προσυγγίγνομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προξυγγίγνομαι'}