Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προνομείᾱ
προνομεύω
προνομή
πρόνομος
πρόνοος
προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπιον
πρόξ
πρόξεινος
προξενέω
προξενίᾱ
πρόξενος
προξυγγίγνομαι
προοδοποιέω
πρόοδος
πρόοδος
πρόοιδα
προοίμην
View word page
πρόξ
πρόξπροκόςfa kind of deerdeerOd. Call. AR.fig.ref. to a cowardArchil.

ShortDef

the roe-deer

Debugging

Headword:
πρόξ
Headword (normalized):
πρόξ
Headword (normalized/stripped):
προξ
IDX:
34408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34409
Key:
πρόξ

Data

{'headword_display': '<b>πρόξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόξ</HL><Infl>προκός</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>a kind of deer</Def><Tr>deer</Tr><Au>Od. Call. AR.</Au><nS2><Indic>fig.ref. to a coward</Indic><Au>Archil.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'πρόξ'}