Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προνοητικός
πρόνοια
προνομαίᾱ
προνομείᾱ
προνομεύω
προνομή
πρόνομος
πρόνοος
προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπιον
πρόξ
πρόξεινος
προξενέω
προξενίᾱ
πρόξενος
προξυγγίγνομαι
προοδοποιέω
πρόοδος
View word page
προ-νύττω
προ-νύττωAtt.vbνύσσω goad onsomeoneto do sthg.Plb.

ShortDef

goad on

Debugging

Headword:
προνύττω
Headword (normalized):
προνύττω
Headword (normalized/stripped):
προνυττω
IDX:
34405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34406
Key:
προνύττω

Data

{'headword_display': '<b>προ-νύττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-νύττω</HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>νύσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>goad on</Tr><Obj>someone<Expl>to do sthg.</Expl><Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προνύττω'}