Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προνηστεύω
προνῑκάω
προνοέω
προνοητικός
πρόνοια
προνομαίᾱ
προνομείᾱ
προνομεύω
προνομή
πρόνομος
πρόνοος
προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπιον
πρόξ
πρόξεινος
προξενέω
προξενίᾱ
πρόξενος
View word page
πρό-νοος
πρό-νοοςονadjνόοςcompar.
προνούστερος
of personsforesighted, prudentA. Hdt. S.

ShortDef

careful, prudent
Pronous

Debugging

Headword:
πρόνοος
Headword (normalized):
πρόνοος
Headword (normalized/stripped):
προνοος
IDX:
34402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34403
Key:
πρόνοος

Data

{'headword_display': '<b>πρό-νοος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρό-νοος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νόος</Ref></Ety><FG><Deg><Lbl>compar.</Lbl><Form>προνούστερος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>foresighted, prudent</Tr><Au>A. Hdt. S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρόνοος'}