Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προνήιον
προνηστεύω
προνῑκάω
προνοέω
προνοητικός
πρόνοια
προνομαίᾱ
προνομείᾱ
προνομεύω
προνομή
πρόνομος
πρόνοος
προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπιον
πρόξ
πρόξεινος
προξενέω
προξενίᾱ
View word page
πρόνομος
πρόνομοςονadjπρονέμω of herdsapp.moving forward while feedinggrazingA.

ShortDef

grazing forward

Debugging

Headword:
πρόνομος
Headword (normalized):
πρόνομος
Headword (normalized/stripped):
προνομος
IDX:
34401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34402
Key:
πρόνομος

Data

{'headword_display': '<b>πρόνομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρόνομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προνέμω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of herds</Indic><Qualif>app.</Qualif><Def>moving forward while feeding</Def><Tr>grazing</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρόνομος'}