Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προνέμω
προνεύω
προνήιον
προνηστεύω
προνῑκάω
προνοέω
προνοητικός
πρόνοια
προνομαίᾱ
προνομείᾱ
προνομεύω
προνομή
πρόνομος
πρόνοος
προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπιον
πρόξ
πρόξεινος
View word page
προνομεύω
προνομεύωvbπρονομή go foragingplunderingPlb.tr.forage onplundera coastPlb.

ShortDef

to go out for foraging

Debugging

Headword:
προνομεύω
Headword (normalized):
προνομεύω
Headword (normalized/stripped):
προνομευω
IDX:
34399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34400
Key:
προνομεύω

Data

{'headword_display': '<b>προνομεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προνομεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>προνομή</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>go foraging<or/>plundering</Tr><Au>Plb.</Au><vS2><Indic>tr.</Indic><Tr>forage on<or/>plunder</Tr><Obj>a coast<Au>Plb.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προνομεύω'}