Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλετρίς
ἄλευαι
ἁλεῦμαι
ἀλεῦμαι
ἄλευρα
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλεωρή
ἄλη
ἀλήθεια
ἀληθευτικός
ἀληθεύω
ἀλήθην
ἀληθής
ἀληθίζομαι
ἀληθινολογίᾱ
ἀληθινός
ἀληθόμαντις
ἀληθοσύνη
ἀλήθω
ἀλήιος
View word page
ἀληθευτικός
ἀληθευτικόςή όνadjἀληθεύωof a persontruthful, sincereArist.

ShortDef

truthful, frank, candid

Debugging

Headword:
ἀληθευτικός
Headword (normalized):
ἀληθευτικός
Headword (normalized/stripped):
αληθευτικος
IDX:
3439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3440
Key:
ἀληθευτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀληθευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀληθευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀληθεύω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>truthful, sincere</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀληθευτικός'}