Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστεινόομαι
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζομαι
ἀποστολεῖς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
View word page
ἀποστερητής
ἀποστερητήςοῦm one who deprivesby fraud or meannesscheatPl. Arist.

ShortDef

a depriver, robber

Debugging

Headword:
ἀποστερητής
Headword (normalized):
ἀποστερητής
Headword (normalized/stripped):
αποστερητης
IDX:
343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-344
Key:
ἀποστερητής

Data

{'headword_display': '<b>ἀποστερητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποστερητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who deprives<Expl>by fraud or meanness</Expl></Def><Tr>cheat</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'ἀποστερητής'}