Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προμολή
πρόμολον
πρόμολος
πρόμος
προμοχθέω
πρόνᾱος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνήιον
προνηστεύω
προνῑκάω
προνοέω
προνοητικός
πρόνοια
προνομαίᾱ
προνομείᾱ
προνομεύω
προνομή
πρόνομος
πρόνοος
View word page
προ-νηστεύω
προ-νηστεύωvb of persons about to sacrificefast beforehandHdt.

ShortDef

to fast before

Debugging

Headword:
προνηστεύω
Headword (normalized):
προνηστεύω
Headword (normalized/stripped):
προνηστευω
IDX:
34392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34393
Key:
προνηστεύω

Data

{'headword_display': '<b>προ-νηστεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-νηστεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons about to sacrifice</Indic><Tr>fast beforehand</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προνηστεύω'}