Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προμηθίᾱ
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνῡ́ω
προμιγῆναι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
προμοιχεύω
προμολή
πρόμολον
πρόμολος
πρόμος
προμοχθέω
πρόνᾱος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνήιον
View word page
προ-μοιχεύω
προ-μοιχεύωvb seducew.acc.a womanfirstw.dat.for another mani.e. pave the way for his seducing herPlu.

ShortDef

procure

Debugging

Headword:
προμοιχεύω
Headword (normalized):
προμοιχεύω
Headword (normalized/stripped):
προμοιχευω
IDX:
34381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34382
Key:
προμοιχεύω

Data

{'headword_display': '<b>προ-μοιχεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-μοιχεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>seduce<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a woman</Prnth>first</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>for another man<Expl>i.e. pave the way for his seducing her</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προμοιχεύω'}