Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προμείγνῡμι
προμελετάω
προμεριμνάω
προμετωπίδιον
προμήθεια
Προμήθεια
προμηθέομαι
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθίᾱ
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνῡ́ω
προμιγῆναι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
προμοιχεύω
προμολή
View word page
προμηθικῶς
προμηθικῶςadvwith natural forethoughtref. to the making of a suggestionby Prometheus, w. play on his nameAr.

ShortDef

shrewdly, warily

Debugging

Headword:
προμηθικῶς
Headword (normalized):
προμηθικῶς
Headword (normalized/stripped):
προμηθικως
IDX:
34372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34373
Key:
προμηθικῶς

Data

{'headword_display': '<b>προμηθικῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>προμηθικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>with natural forethought</Tr><ModVb>ref. to the making of a suggestion<Expl>by Prometheus, w. play on his name</Expl><Au>Ar.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'προμηθικῶς'}