Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προμεθίημι
προμείγνῡμι
προμελετάω
προμεριμνάω
προμετωπίδιον
προμήθεια
Προμήθεια
προμηθέομαι
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθίᾱ
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνῡ́ω
προμιγῆναι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
προμοιχεύω
View word page
προμηθίᾱ
προμηθίᾱalsoπρομήθεια
dial.προμᾱ́θειαᾱς
Ion.προμηθίηalsoπρομηθείηης
f
forethought, foresightPi. Hdt. Trag. Th.concern, considerationw.gen.for someone or sthg.Xenoph. S. E. Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμηθίᾱ
Headword (normalized):
προμηθίᾱ
Headword (normalized/stripped):
προμηθια
IDX:
34371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34372
Key:
προμηθίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>προμηθίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προμηθίᾱ<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>προμήθεια</FmHL></VL></HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>προμᾱ́θεια</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱς</FmInfl></DInfl></DL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>προμηθίη</FmHL><VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>προμηθείη</FmHL></VL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>forethought, foresight</Tr><Au>Pi. Hdt. Trag. Th.<NBPlus/></Au><nS2><Tr>concern, consideration<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>for someone or sthg.</Expl></Tr><Au>Xenoph. S. E. Pl.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'προμηθίᾱ'}