Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προμαντείᾱ
προμαντεύομαι
πρόμαντις
προμᾱ́τωρ
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμεθίημι
προμείγνῡμι
προμελετάω
προμεριμνάω
προμετωπίδιον
προμήθεια
Προμήθεια
προμηθέομαι
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθίᾱ
προμηθικῶς
View word page
προ-μείγνῡμι
προ-μείγνῡμιvbaor.2 pass.inf.
προμιγῆναι
pass.have sexual intercoursew.dat.w. someonefirstbefore another doesIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμείγνῡμι
Headword (normalized):
προμείγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
προμειγνυμι
IDX:
34362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34363
Key:
προμείγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>προ-μείγνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-μείγνῡμι</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2 pass.inf.</Lbl><Form>προμιγῆναι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>have sexual intercourse<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Prnth>first<Expl>before another does</Expl></Def><Au>Il.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προμείγνῡμι'}