Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προλῡπέομαι
προλῡ́πησις
προμᾱ́θεια
προμᾱθεύς
προμαλάττομαι
πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντείᾱ
προμαντεύομαι
πρόμαντις
προμᾱ́τωρ
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμεθίημι
προμείγνῡμι
προμελετάω
προμεριμνάω
προμετωπίδιον
View word page
προ-μᾱ́τωρ
προ-μᾱ́τωροροςdial.fμήτηρ female ancestor, foremotherA. E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμᾱ́τωρ
Headword (normalized):
προμᾱ́τωρ
Headword (normalized/stripped):
προματωρ
IDX:
34355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34356
Key:
προμᾱ́τωρ

Data

{'headword_display': '<b>προ-μᾱ́τωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-μᾱ́τωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>dial.f</PS><Ety><Ref>μήτηρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>female ancestor, foremother</Tr><Au>A. E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προμᾱ́τωρ'}