Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προλοχίζω
προλῡμαίνομαι
προλῡπέομαι
προλῡ́πησις
προμᾱ́θεια
προμᾱθεύς
προμαλάττομαι
πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντείᾱ
προμαντεύομαι
πρόμαντις
προμᾱ́τωρ
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμεθίημι
προμείγνῡμι
προμελετάω
View word page
προ-μαντεύομαι
προ-μαντεύομαιmid.vbalsoπρομαντεύωact.vb of a personpredictsthg.Hdt. w.compl.cl.that sthg. will be the casePlu.act.

ShortDef

to prophesy

Debugging

Headword:
προμαντεύομαι
Headword (normalized):
προμαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προμαντευομαι
IDX:
34353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34354
Key:
προμαντεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-μαντεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-μαντεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><vHG2><Lbl>also</Lbl><HL2>προμαντεύω</HL2><PS>act.vb</PS></vHG2></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>predict<Expl>sthg.</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> <Cmpl><GLbl>w.compl.cl.</GLbl>that sthg. will be the case<Au>Plu.<LblR>act.</LblR></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προμαντεύομαι'}