Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόλημμα
πρόληψις
πρόλογος
προλοχίζω
προλῡμαίνομαι
προλῡπέομαι
προλῡ́πησις
προμᾱ́θεια
προμᾱθεύς
προμαλάττομαι
πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντείᾱ
προμαντεύομαι
πρόμαντις
προμᾱ́τωρ
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
View word page
πρόμαλος
πρόμαλοςουf a kind of treeperh.elmAR.

ShortDef

willow

Debugging

Headword:
πρόμαλος
Headword (normalized):
πρόμαλος
Headword (normalized/stripped):
προμαλος
IDX:
34350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34351
Key:
πρόμαλος

Data

{'headword_display': '<b>πρόμαλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόμαλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>a kind of tree</Def><nS2><Qualif>perh.</Qualif><Tr>elm</Tr><Au>AR.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'πρόμαλος'}