Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προλεύσσω
πρόλημμα
πρόληψις
πρόλογος
προλοχίζω
προλῡμαίνομαι
προλῡπέομαι
προλῡ́πησις
προμᾱ́θεια
προμᾱθεύς
προμαλάττομαι
πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντείᾱ
προμαντεύομαι
πρόμαντις
προμᾱ́τωρ
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
View word page
προ-μαλάττομαι
προ-μαλάττομαιAtt.pass.vbμαλάσσω fig., of a populacebe softened up beforehandby an ambitious politicianPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμαλάττομαι
Headword (normalized):
προμαλάττομαι
Headword (normalized/stripped):
προμαλαττομαι
IDX:
34349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34350
Key:
προμαλάττομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-μαλάττομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-μαλάττομαι</HL><PS>Att.pass.vb</PS><Ety><Ref>μαλάσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>fig., of a populace</Indic><Tr>be softened up beforehand<Expl>by an ambitious politician</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προμαλάττομαι'}