Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προλείπω
προλεπτῡ́νομαι
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλεύσσω
πρόλημμα
πρόληψις
πρόλογος
προλοχίζω
προλῡμαίνομαι
προλῡπέομαι
προλῡ́πησις
προμᾱ́θεια
προμᾱθεύς
προμαλάττομαι
πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντείᾱ
προμαντεύομαι
πρόμαντις
προμᾱ́τωρ
View word page
προ-λῡπέομαι
προ-λῡπέομαιpass.contr.vb feel antecedent painbefore pleasurePl. Arist. feel anticipatory painabout the futurePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προλῡπέομαι
Headword (normalized):
προλῡπέομαι
Headword (normalized/stripped):
προλυπεομαι
IDX:
34345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34346
Key:
προλῡπέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-λῡπέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-λῡπέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>feel antecedent pain<Expl>before pleasure</Expl></Tr><Au>Pl. Arist.</Au> <vS2><Tr>feel anticipatory pain<Expl>about the future</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προλῡπέομαι'}