Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόκωπος
προλαγχάνω
προλάζυμαι
προλαμβάνω
προλέγω
προλείπω
προλεπτῡ́νομαι
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλεύσσω
πρόλημμα
πρόληψις
πρόλογος
προλοχίζω
προλῡμαίνομαι
προλῡπέομαι
προλῡ́πησις
προμᾱ́θεια
προμᾱθεύς
προμαλάττομαι
πρόμαλος
View word page
πρόλημμα
πρόλημμαατοςnπρολαμβάνω in political ctxt.advantagePlb.

ShortDef

something taken beforehand, advantage

Debugging

Headword:
πρόλημμα
Headword (normalized):
πρόλημμα
Headword (normalized/stripped):
προλημμα
IDX:
34340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34341
Key:
πρόλημμα

Data

{'headword_display': '<b>πρόλημμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόλημμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>προλαμβάνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>in political ctxt.</Indic><Tr>advantage</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόλημμα'}