Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκώμιον
πρόκωπος
προλαγχάνω
προλάζυμαι
προλαμβάνω
προλέγω
προλείπω
προλεπτῡ́νομαι
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλεύσσω
πρόλημμα
πρόληψις
πρόλογος
προλοχίζω
προλῡμαίνομαι
προλῡπέομαι
προλῡ́πησις
προμᾱ́θεια
προμᾱθεύς
προμαλάττομαι
View word page
προ-λεύσσω
προ-λεύσσωvb foreseesufferingsS.

ShortDef

to see before oneself

Debugging

Headword:
προλεύσσω
Headword (normalized):
προλεύσσω
Headword (normalized/stripped):
προλευσσω
IDX:
34339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34340
Key:
προλεύσσω

Data

{'headword_display': '<b>προ-λεύσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-λεύσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>foresee</Tr><Obj>sufferings<Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προλεύσσω'}