Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκύλισις
προκύπτω
προκώμιον
πρόκωπος
προλαγχάνω
προλάζυμαι
προλαμβάνω
προλέγω
προλείπω
προλεπτῡ́νομαι
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλεύσσω
πρόλημμα
πρόληψις
πρόλογος
προλοχίζω
προλῡμαίνομαι
προλῡπέομαι
προλῡ́πησις
προμᾱ́θεια
View word page
προ-λεσχηνεύομαι
προ-λεσχηνεύομαιmid.vb talk previouslyw.dat.w. someoneHdt.

ShortDef

to hold conversations with

Debugging

Headword:
προλεσχηνεύομαι
Headword (normalized):
προλεσχηνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προλεσχηνευομαι
IDX:
34337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34338
Key:
προλεσχηνεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-λεσχηνεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-λεσχηνεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>talk previously</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προλεσχηνεύομαι'}