Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκόπτω
πρόκοψις
προκρῑ́νω
πρόκρισις
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκρούω
προκυκλέω
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύλισις
προκύπτω
προκώμιον
πρόκωπος
προλαγχάνω
προλάζυμαι
προλαμβάνω
προλέγω
προλείπω
προλεπτῡ́νομαι
προλεσχηνεύομαι
View word page
προκύλισις
προκύλισιςεωςf prostrationas an act of worshipPl.

ShortDef

prostration before

Debugging

Headword:
προκύλισις
Headword (normalized):
προκύλισις
Headword (normalized/stripped):
προκυλισις
IDX:
34327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34328
Key:
προκύλισις

Data

{'headword_display': '<b>προκύλισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προκύλισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>prostration<Expl>as an act of worship</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προκύλισις'}