Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκνημῑ́ς
προκοιτίᾱ
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκοψις
προκρῑ́νω
πρόκρισις
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκρούω
προκυκλέω
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύλισις
προκύπτω
View word page
πρόκοψις
πρόκοψιςιοςAeol.f progresssuccessSapph.

ShortDef

outbreak, onset

Debugging

Headword:
πρόκοψις
Headword (normalized):
πρόκοψις
Headword (normalized/stripped):
προκοψις
IDX:
34318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34319
Key:
πρόκοψις

Data

{'headword_display': '<b>πρόκοψις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόκοψις</HL><Infl>ιος</Infl><PS>Aeol.f</PS></HG> <nS1><Tr>progress<or/>success</Tr><Au>Sapph.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόκοψις'}