Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόκλυτος
Πρόκνη
προκνημῑ́ς
προκοιτίᾱ
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκοψις
προκρῑ́νω
πρόκρισις
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκρούω
προκυκλέω
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
View word page
προκοπή
προκοπήῆςfπροκόπτω progressin action, fortune, or sim.progress, advance, developmentPlb.

ShortDef

progress on a journey

Debugging

Headword:
προκοπή
Headword (normalized):
προκοπή
Headword (normalized/stripped):
προκοπη
IDX:
34316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34317
Key:
προκοπή

Data

{'headword_display': '<b>προκοπή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προκοπή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προκόπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>progress<Expl>in action, fortune, or sim.</Expl></Def><Tr>progress, advance, development</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προκοπή'}