Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκλητικόν
προκλῑ́νω
πρόκλυτος
Πρόκνη
προκνημῑ́ς
προκοιτίᾱ
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκοψις
προκρῑ́νω
πρόκρισις
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκρούω
προκυκλέω
View word page
προ-κομίζω
προ-κομίζωvb pass.of persons and belongingsbe sent in an advance convoyHdt.

ShortDef

to bring forward, produce

Debugging

Headword:
προκομίζω
Headword (normalized):
προκομίζω
Headword (normalized/stripped):
προκομιζω
IDX:
34314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34315
Key:
προκομίζω

Data

{'headword_display': '<b>προ-κομίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-κομίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of persons and belongings</Indic><Def>be sent in an advance convoy</Def><Au>Hdt.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προκομίζω'}