Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόκλησις
προκλητικόν
προκλῑ́νω
πρόκλυτος
Πρόκνη
προκνημῑ́ς
προκοιτίᾱ
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκοψις
προκρῑ́νω
πρόκρισις
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκρούω
View word page
προ-κόλπιον
προ-κόλπιονουnκόλπος bag-like fold made by drawing up the tunic through the beltfront pocketThphr. Men.

ShortDef

a robe falling over the breast

Debugging

Headword:
προκόλπιον
Headword (normalized):
προκόλπιον
Headword (normalized/stripped):
προκολπιον
IDX:
34313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34314
Key:
προκόλπιον

Data

{'headword_display': '<b>προ-κόλπιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-κόλπιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>κόλπος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>bag-like fold made by drawing up the tunic through the belt</Def><Tr>front pocket</Tr><Au>Thphr. Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προκόλπιον'}