Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικόν
προκλῑ́νω
πρόκλυτος
Πρόκνη
προκνημῑ́ς
προκοιτίᾱ
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκοψις
προκρῑ́νω
πρόκρισις
πρόκριτος
πρόκροσσοι
View word page
προ-κολακεύω
προ-κολακεύωvb flatter in advancesomeone's future powerPl.

ShortDef

to flatter beforehand

Debugging

Headword:
προκολακεύω
Headword (normalized):
προκολακεύω
Headword (normalized/stripped):
προκολακευω
IDX:
34312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34313
Key:
προκολακεύω

Data

{'headword_display': '<b>προ-κολακεύω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προ-κολακεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>flatter in advance</Tr><Obj>someone's future power<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'προκολακεύω'}